- ομομηλίς
- ὁμομηλίς και δωρ. τ. ὁμομαλίς, ἡ (Α)είδος αχλαδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + μῆλον (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμομηλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμομηλίδας — ὁμομηλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαμηλίς — ἁμαμηλίς ( ίδος), η (Α) ἐπιμηλίς*, μουσμουλιά (Mespilus germanica). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. *ἁμά μηλος < ἅμα + μῆλον] … Dictionary of Greek